- Σουνιάρατε
- Σουνιάρᾱτε , Σουνιάρατοςworshipped at Suniummasc/fem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σουνιάρατος — ον, Α (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Σουνιάρατος προσωνυμία τού Ποσειδώνος που λατρευόταν στο Σούνιο («ὦ δελφίνων μεδέων Σουνιάρατε», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Σούνιον + άρατος (< ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι»), πρβλ. δημ άρατος] … Dictionary of Greek